- κλάγ[γ]ος
- κλάγ[γ]ος· γάλα (Cret.), Hsch.; cf. γλάγος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλάγ(γ)ος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλάγος] … Dictionary of Greek
κλαγερός — κλαγερός, ά, όν (Α) (για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ τού κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β ἔ κλαγ ον + κατάλ. ερός (πρβλ. τακ ερός σφαλ ερός)] … Dictionary of Greek
ποτικλάγω — και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α (δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλᾴγω (< θ. κλᾳγ , με ουρανικό, πρβλ. αόρ. ἔ κλᾳξ α, μέλλ. κλᾳξ ῶ τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού… … Dictionary of Greek